- έξαλα
- Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να κλειστούν όλα τα κύτη. Στην κυριολεξία, έ. ονομάζεται το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται έξω από το νερό.
Τα έ. προσδιορίζουν την ελάχιστη υδατοστεγή έκταση του μέρους του σκάφους που βρίσκεται πάνω από τη γραμμή του νερού και εξασφαλίζουν το απαραίτητο απόθεμα πλευστότητας και ευστάθειας.
Οι κανονισμοί που προσδιορίζουν το ανώτερο όριο χωρητικότητας φορτίου για τα εμπορικά σκάφη ορίζονται από τον ναυτικό νηογνώμονα κάθε χώρας με βάση τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου (1930). Τα έ. ποικίλλουν ανάλογα με τις εποχές, τις θάλασσες που πρόκειται να διαπλεύσει το σκάφος και την αλμυρότητά τους.
Ειδικά σημεία στα δύο πλευρά του σκάφους ορίζουν το μεγαλύτερο βύθισμα που μπορεί να φτάσει με ασφάλεια το κάθε πλοίο υπό τις συνθήκες με τις οποίες ταξιδεύει. Οι πιο πρόσφατοι κανόνες, που προσδιορίζουν ασφαλείς γραμμές φόρτωσης, αποφασίστηκαν σε διεθνή σύμβαση στο Λονδίνο, το 1966.
Για τα ελληνικά πλοία που βρίσκονται σε ελληνικά λιμάνια, αρμόδια υπηρεσία είναι η επιθεώρηση εμπορικών πλοίων· για τα πλοία που βρίσκονται σε ξένα λιμάνια, αρμόδιοι είναι οι αναγνωρισμένοι διεθνείς νηογνώμονες.
* * *ταβλ. έξαλος.
Dictionary of Greek. 2013.